- ἑπταμόριον
- ἑπτα-μόριον, τό, das Siebenteil, lat. Septempagium
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἑπταμόριον — Septempagi neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταμόριος — ἑπταμόριος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από επτά μόρια, μέρη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταμόριον επτάλοφος («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῡσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek